Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Από την Εφημερίδα των Συντακτών - 13/01/14


«Ρωμαίος και Ιουλιέτα για δύο», Θέατρο 104

Σέξπιρ τσέπης, ξέχειλος από πάθος

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               

Τέτοια διάθεση για ζωή εντός σκηνής είχαμε χρόνια να δούμε στο θέατρό μας. Στο παιχνίδισμα και την ανεμελιά της η παράσταση του Κώστα Γάκη παραμένει πιο κοντινή στην ουσία του αυθεντικού «Ρωμαίου» από άλλες, πιστότερες μεταφορές

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

Ξεκίνησε σαν μια μικρή παραγωγή από το Low Budget Festival, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες, περγαμηνές ή ιδιαίτερες «φιλολογικές» αξιώσεις. Κατέληξε σε μια αληθινά αξιαγάπητη πρόταση νέων ανθρώπων, φρέσκια και πληθωρική, μακριά από την ακαδημαϊκή σοβαροφάνεια, παιγνιώδης όσο και επιμελώς ασυνάρτητη, ανοικτή στα σύγχρονα ζητήματα θεατρικότητας που θέτουν πλέον οι εκδηλώσεις του νεανικού μας θεάτρου.

Ενα low budget festival δεν προϊδεάζει μόνο για το κόστος των παραγωγών του. Προδικάζει κατά κάποιον τρόπο ακόμη και το κοινό που θα δει τις παραστάσεις, και το συνολικότερο ύφος τους. Το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα για δύο» ανήκει σε μια τέτοια, προκαθορισμένη, δραματουργία: διάθεση για παιχνίδι, κέφι, μαζί με μύχια αναφορά στην παρεΐστικη ατμόσφαιρα, που αποτελεί ούτως ή άλλως την ουσία του εν λόγω φεστιβάλ.

Το ίδιο έργο όμως μεταφερμένο φέτος στον Κεραμεικό και στο «104» αποκτά κι άλλες διαστάσεις. Γίνεται μια από τις πιο συναρπαστικές υπενθυμίσεις ότι η θεατρική τέχνη στα καλύτερα της μοιάζει με την φιλοσοφική λίθο της αλχημείας: κατορθώνει να μετουσιώσει καθετί σε χρυσάφι. Με ελάχιστα μέσα, με την υπόδειξη και το νεύμα, με τη μουσική και τη σύμβαση, με χρηστικά, καμιά φορά ακόμη και με άσχετα αντικείμενα, σαν παιχνίδι και αντίπραξη στον ρεαλισμό και τη επίχρυση φαντασμαγορία, η παράσταση του Κώστα Γάκη, ένα παζλ από θεατρικές τεχνικές, ζητά να μεταφέρει στους θεατές της το παλιό ελισαβετιανό ρομάντζο σαν εμπειρία και στοίχημα θεάτρου. Μυστηριωδώς πετυχαίνει στο παιχνίδισμα και στην ανεμελιά της να παραμείνει κοντινή στην ουσία του αυθεντικού «Ρωμαίου», πιο κοντινή από άλλες περισσότερο «πιστές» μεταφορές: πολύ και ποικίλο θέατρο, ενέργεια και δράση, ξεχείλισμα πάθους και κυρίως νιάτα. Νιάτα στην τόλμη και στην απερισκεψία τους, στο νεύρο και την αστοχασιά τους, νιάτα πνευματώδη και επιπόλαια, με ένα τρόπο σοφά και με πολλούς ανόητα, νιάτα φλεγόμενα και μαρτυρικά.

Κι ωστόσο το προκείμενο δεν είναι εδώ το ίδιο το έργο του Σέξπιρ, αλλά ο τρόπος απόδοσής του. Είναι μια παράσταση που κατά κάποιον τρόπο εξιστορεί τον εαυτό της. Νέα παιδιά αντιμετωπίζουν το έργο σαν τραμπολίνο όπου πάνω του αναπηδά η κάθε σκέψη και ο κάθε συνειρμός. Αυτό κάνουν: τοποθετούν όλη τους τη δύναμη όχι στο να αναπαραστήσουν το έργο, αλλά στο να μεταδώσουν τη χαρά, την έμπνευση και τη συγκίνηση του θεάτρου που το ανεβάζει. Αφού χρησιμοποιήσει κάθε ορατό και αόρατο μέσο για να υποδυθεί τους ρόλους και να αφηγηθεί την ιστορία, κάποια στιγμή το θέατρο πλαντάζει από το ίδιο του το πάθος: ανοίγει τότε τα παράθυρα του «104» και ξεφωνίζει στους έκπληκτους περαστικούς της γειτονιάς τη φωνή του. Τόσο Σέξπιρ, στα όρια της παράκρουσης, τέτοια διάθεση για ζωή εντός σκηνής είχαμε χρόνια να δούμε στο θέατρό μας.

Προσωπικά το όλον φέρνει στον νου μου το εφηβικό θέατρο. Και γιατί όχι; Αν υπάρχει κάτι αληθινά υπέροχο και διαχρονικό στο συγκεκριμένο έργο είναι ακριβώς η αίσθηση που μεταδίδει ότι αντί να μιλά για τη νιότη, την εμπεριέχει. Ετσι κι αλλιώς πρόκειται για ένα έργο που περικλείει την αιώνια παντοτινή και παγκόσμια, επομένως και τη δική μας, εφηβεία.

Μπορώ επομένως να συγχωρήσω –πριν διαλυθώ και εγώ στη μέθεξη– την κάποια τάση της παράστασης για υπερβολή και σκηνική φλυαρία, μια στάση στη διακωμώδηση, κάποια έκπτωση σε αστειάκια εφηβικού συρμού. Στο τέλος τέλος στα σοβαρά αποδεικνύεται επιμελέστατη. Βλέπω για παράδειγμα με τι θαυμάσιο τρόπο έχει επιλεχθεί να γίνεται η εναλλαγή των προσώπων από τους δυο περφόρμερ: όχι όπως θα περίμενε κανείς με τον παραδοσιακό «οριζόντιο τρόπο», από το ένα πρόσωπο στο άλλο, αλλά με τον πολύ πιο σύγχρονο και σύνθετο τρόπο της κάθετης διαστρωμάτωσης: σαν το ένα πρόσωπο να γεννάει το επόμενο και να εμπεριέχει το προηγούμενο. Γι’ αυτό ένα πρόσωπο μπορεί να εμφανιστεί από το πουθενά και να οδηγήσει τη σκηνή στην απόλυτα ελεύθερη, σχεδόν ψυχεδελική κατάσταση του διπλού ή τριπλού προσώπου.

Το τέλος της γιορτής βέβαια δεν μπορεί παρά να είναι μελαγχολικό. Αυτό που απομένει από το κέφι και τη συγκίνηση, από την κατάφαση του νεανικού σώματος που παρακολουθούμε, δεν είναι παρά δύο φαντάσματα-ρόλοι που παίζουν αιωνίως το ίδιο έργο, ζητώντας στο παρόν την παλιά δικαίωση. Ο καμβάς στον οποίο εικονίζεται η μελαγχολική ιστορία των εραστών περικλείεται στο κάδρο του θανάτου… Σέξπιρ είναι αυτός.

Οι δύο ηθοποιοί και συνδημιουργοί, η Αθηνά Μουστάκα και ο Κωνσταντίνος Μπιμπής, θα χάνουν οπωσδήποτε μερικά κιλά σε κάθε παράσταση. Είναι οι ίδιοι εκείνοι ελισαβετιανοί τρελοί, οι παλιοί γελωτοποιοί, σύγχρονοι αθλητές και περφόρμερ, που με τη μουσική του Ακη Φιλιού μπορούν ακόμα να τρυπώσουν στην κόχη του θεάτρου και να ξετρυπώσουν από εκεί χαρά και συγκίνηση. Δεν κρίνονται εύκολα με τα μέτρα του κοινού θεάτρου. Αγαπούν τόσο αυτό που κάνουν, το κάνουν με τόσο πάθος και τόσο θράσος που διαφεύγουν στον κόσμο του θεατρικού αστερισμού. Ενας φτηνός Σέξπιρ, τσέπης, που φοριέται και σαν φυλακτό.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου